αίρεση

αίρεση
Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό, χωρίς να συνδέεται με καμιά έννοια μομφής ή καταδίκης. Μόνον αργότερα, στα χρόνια των Πατέρων της Εκκλησίας, όταν ο χριστιανισμός άρχισε –με μια επίπονη προσπάθεια επεξεργασίας και ανάλυσης– να προσδιορίζει την πίστη και να διαμορφώνει τα δόγματά του εναντίον των πολλών εχθρών του, η α. απέκτησε τη σημασία της πλάνης από την ορθή πίστη, με την οποία συνήθως χρησιμοποιείται. Ο άγιος Ιερώνυμος χαρακτηρίζει ακριβώς την α. ως διαστροφή του δόγματος, που έχει σκοπό τη διάσπαση και κατάτμηση του σώματος της εκκλησίας. Από τότε η σημασία της α. έμεινε στην ουσία της αμετάβλητη. Η εκκλησία χαρακτηρίζει πράγματι ως α. τη διδασκαλία που είναι άμεσα αντίθετη προς τη θεία Αποκάλυψη, από τη χριστιανική αλήθεια, η οποία περιέχει και συνδέει αρμονικά ολόκληρη την πραγματικότητα, που την προσφέρει έτσι με όλη την πληρότητά της στο σύνολο των πιστών. Σύμφωνα με αυτόν τον χαρακτηρισμό, οι αιρετικοί δεν είναι μόνο αντίθετοι προς τη θεία αλήθεια, αλλά διασαλεύουν και την τάξη της εκκλησίας και θέτουν σε κίνδυνο την ενότητά της. Εναντίον των αιρετικών διδασκαλιών λαμβάνονταν ζωτικά μέτρα, των οποίων την εφαρμογή ανέθεταν όχι μόνον σε κληρικούς, αλλά και σε λαϊκούς, που αποτέλεσαν πάντοτε τους υπερασπιστές της ορθοδοξίας. Μέτρα εναντίον των αιρετικών διδασκαλιών άρχισαν ουσιαστικά να λαμβάνονται από τον 4ο αι., π.χ. εναντίον των δονατιστών· ακόμα όμως και από τον 2ο αι. είχαν αρχίσει να δρουν μέσα στους κόλπους της εκκλησίας τάσεις που είχαν καταδικαστεί ως αιρετικές. Κυρίως το τριαδικό (το πρόβλημα της ενότητας της μίας θείας φύσης σε τρία θεία πρόσωπα) και το χριστολογικό (το πρόβλημα της ένωσης μεταξύ της θείας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού Χριστού και της σχέσης αυτού προς τον θεό Πατέρα), δόγματα που προκάλεσαν οξύτατες διαφωνίες μεταξύ των διαφόρων χριστιανών, και οδήγησαν στη διαμόρφωση διάφορων αιρετικών δοξασιών, όπως της ομάδας των αρειανών (βλ. λ. αρειανισμός), των δοκητών (βλ. λ. δοκητισμός), των μονοφυσιτών (βλ. λ. μονοφυσιτισμός) κ.ά., που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη θρησκευτική και πνευματική ζωή της αρχαίας εκκλησίας και χαρακτηρίζουν ιστορικά ολόκληρη αυτή την περίοδο. Μετά το σχίσμα και τη διαίρεση της εκκλησίας τον 11ο αι., η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αντιμετώπισε α. στους κόλπους της, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, κυρίως μεμονωμένων χριστιανών των οποίων η διδασκαλία αντιμετωπίστηκε από την εκκλησία και δεν έλαβε διαστάσεις ούτε διαμορφώθηκε σε σχολές. Στη Δύση, κατά τον Μεσαίωνα, παράλληλα προς την πλούσια άνθηση του θρησκευτικού πνεύματος παρουσιάστηκαν και πολλές αιρετικές παρεκκλίσεις. Μεταξύ των μεγαλύτερων, οι οποίες είχαν την προέλευσή τους σε αισθήματα, όχι πάντα συνειδητά, διαμαρτυρίας προς τον κόσμο και εξεγέρσεων εναντίον της διάρθρωσης της εκκλησίας και της εκκλησιαστικής ζωής, υπήρξαν οι α. του υιοθετισμού, του απόλυτου προοορισμού, των Καθαρών και οι διάφορες κινήσεις της Μεταρρύθμισης. Η εκκλησία δεν δίστασε να επιβάλει την υποταγή στη δογματική παράδοση, κάποτε ακόμη και με τα όπλα: η πιο χαρακτηριστική πράξη καταστολής είναι η σταυροφορία εναντίον των Αλβιγηνών. Στους νεότερους χρόνους, μετά την προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η άμυνα εναντίον των α. εντείνεται και γίνεται αμεσότερη και συστηματικότερη: ιδρύθηκαν εκκλησιαστικά δικαστήρια, που είχαν εξουσία να τιμωρούν την αίρεση με θάνατο (βλ. λ. Ιερά Εξέταση). Παρά τη σκληρή αυτή άμυνα όμως, δεν έλειψαν και αργότερα νέα αιρετικά ρεύματα, τα οποία έδρασαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τον 18ο αι. άρχισαν διαμάχες γύρω από τις έννοιες της θείας Χάρης και της ελευθερίας, που οδήγησαν στην εμφάνιση του ιανσενισμού (βλ. λ. Ιάνσεν) και την καταδίκη άλλων ρευμάτων. Στην εποχή μας ο μοντερνισμός, ο οποίος στην προσπάθειά του να προσαρμόσει την εκκλησία στον σύγχρονο πνευματικό πολιτισμό επιχείρησε να εισαγάγει τον ορθολογισμό ως κριτική μέθοδο της θεολογικής έρευνας και ερμηνείας, αντιμετώπισε την αντίδραση και την αυστηρότητα της εκκλησιαστικής παράδοσης. Η απόσπαση των αιρετικών από το σώμα της εκκλησίας γίνεται σεβαστή και αποδεκτή από την ίδια την εκκλησία με τον λεγόμενο αφορισμό ή ανάθεμα. Εάν είναι κληρικοί καθίστανται αργοί. Εάν, και παρά τις συστάσεις, εξακολουθούν να ανήκουν σε αιρετικές κινήσεις, καθαιρούνται. Σε περίπτωση μετάνοιας οι αιρετικοί απαλλάσσονται του αναθέματος (αφορισμού) και επανέρχονται στους κόλπους της εκκλησίας, με επίσημη πράξη των εκκλησιαστικών αρχών. Στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία το δικαίωμα αυτό το έχει μόνον ο πάπας.(Νομ.) Ο περιορισμός που ισχύει στη δήλωση της βούλησης όταν τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας εξαρτώνται από κάποιο γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (άρ. 201-290 Α.Κ.). Καθοριστικό στοιχείο για την έννοια της α. είναι η αναφορά σε κάποιο γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο. Η α. αποτελεί οργανικό μέρος της δικαιοπραξίας και προϋποθέτει τη θέση της προθεσμίας για την εκδήλωση του μελλοντικού γεγονότος. Τα κυριότερα είδη α. είναι η αναβλητική και η διαλυτική. Η πρώτη είναι εκείνη που αναβάλλει τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας ώσπου να συμβεί το μελλοντικό γεγονός, οπότε εκπληρώνεται σύμφωνα με τον τρόπο που έχει οριστεί, ενώ η δεύτερη είναι εκείνη που ανατρέπει τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας με την πραγμάτωση του μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος. Ανάλογα με τον σκοπό και τα αποτελέσματά τους, διακρίνουμε και τις εξής μορφές α.: τις θετικέςαρνητικές που εξαρτώνται αντίστοιχα από την εκδήλωση ή μη του μελλοντικού γεγονότος, τις εξουσιαστικές, που η εκπλήρωσή τους εξαρτάται από τη βούληση του δικαιούχου ή του υπόχρεου, τις μεικτές, όταν η εκπλήρωσή τους εξαρτάται σε έναν βαθμό όχι μόνο από τη βούληση αυτών που συμμετέχουν στη δικαιοπραξία αλλά και από διάφορα άλλα περιστατικά, και τις τυχαίες, που η εκπλήρωσή τους δεν εξαρτάται από τη βούληση των μερών. Οι συνέπειες που επιβάλλει ο νόμος ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της α., ενώ τα στάδιά της είναι εκείνα της αρτήσεως, εφόσον η κατάσταση παραμένει αβέβαιη, και της κρίσης, όταν η α. εκπληρωθεί με την εκδήλωση του γεγονότος ή ματαιωθεί στην περίπτωσηπου το γεγονός δεν συμβεί. Γερμανική γκραβούρα που εικονίζει τη σφαγή του Βισί στη Γαλλία (1562), που σήμανε την αρχή του σφοδρού και αιματηρού πολέμου μεταξύ καθολικών και ουγενότων. Σατιρικό χαρακτικό των αρχών του 16ου αι. για την πώληση των «συγχωροχαρτιών» από τον Πάπα, μια πρακτική που συνδέθηκε με τη σκοτεινή περίοδο της Ιεράς Εξέτασης.
* * *
η (Α αἵρεσις) Α [αἱροῡμαι]
1. φιλοσοφική ή θρησκευτική διδασκαλία ή σύστημα αρχών, σχολή, δόγμα
2. δοξασία που αποκλίνει ή έρχεται σε σύγκρουση με τις παραδεδομένες και ισχύουσες - θρησκευτικές κυρίως - αρχές, φατρία, σχίσμα
3. (ειδικά στην εκκλησιαστική γλώσσα) παρέκκλιση από το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα
4. το σύνολο τών οπαδών ή υποστηρικτών μιας φιλοσοφικής ή θρησκευτικής διδασκαλίας
νεοελλ.
1. ιδιοτροπία, κακή έξη, ελάττωμα, πείσμα
2. αφορμή για σκάνδαλο, αντίδραση
3. (στα νομικά) αίρεση (υπό την αίρεσιν ότι...) είναι ένας όρος που θέτουν σε μια δικαιοπραξία, με συνέπεια, αν ο όρος αυτός δεν εκπληρωθεί, η δικαιοπραξία να ανατρέπεται
αρχ.
1. εκλογή, δικαίωμα ή δυνατότητα εκλογής, προτίμηση
2. εκλογή αρχόντων
3. εκλογή σχεδίου, σκοπός, πρόθεση, προαίρεση, τάση
4. επιτροπή για εκλογή
5. εκούσια, ελεύθερη προσφορά
6. «αἵρεσις ἑλληνική», προτίμηση ελληνικής παιδείας
7. Περί αιρέσεων και φυγών, τίτλος συγγράμματος τού Επίκουρου
8. [αἱρῶ]
1. κατάληψη, κατάκτηση, άλωση
2. πρόσκτηση, επίτευξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρῶ, αἱροῦμαι.
ΠΑΡ. αἱρέσιμος, αἱρεσιώτης
νεοελλ.
αιρεσεύω, αιρεσιάρης.
ΣΥΝΘ. αιρεσιάρχης
αρχ.
αἱρεσιομάχος
νεοελλ.
αιρεσιογράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αίρεση — η 1. προϋπόθεση, όρος: Η αγωγή έγινε δεκτή υπό την αίρεση ότι… 2. επιφύλαξη: Η πρόταση ψηφίστηκε υπό αίρεση. 3. φιλοσοφική διδασκαλία που τροποποιεί τις απόψεις, τις αρχές του ιδρυτή της φιλοσοφικής αυτής σχολής: Ο νεοπλατωνισμός είναι μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱρέσῃ — αἱρέσηι , αἵρεσις taking fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εβιωνίτες — Αίρεση ιουδαϊζόντων χριστιανών, που εμφανίστηκε από τα τέλη του 1ου αι. στην Παλαιστίνη και στη Συρία και εξαφανίστηκε κατά τον 4o αι. Κύρια έδρα τους ήταν η Πέλλα της Πιερίας. Οι Ε., που ήταν αυστηροί τηρητές του μωσαϊκού νόμου, αναγνώριζαν στον …   Dictionary of Greek

  • οφίτες — Αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, που είχε ως θρησκευτικό σύμβολο της το φίδι. Οι ο. δίδασκαν τον δυαδισμό του «υπέρτατου όντος» (θεού) και υποστήριζαν πως ο «Δημιουργός θεός» βρίσκεται σε αντίθεση με τον «Πατέρα θεό». Ο «Πατέρας θεός» …   Dictionary of Greek

  • ονοματολάτρες — Αίρεση που αναπτύχθηκε το 1913 στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος. Ο εκεί μοναχός Ιλαρίων έγραψε θεολογικό σύγγραμμα με τον τίτλο Εις τα όρη του Καυκάσου. Στο σύγγραμμα αυτό υποστήριζε ότι το όνομα του θεού πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • θεραπευτές — Αίρεση Ιουδαίων ασκητών. Οι θ. ζούσαν στην περιοχή της Αλεξάνδρειας και της γειτονικής λίμνης Μαρεώτιδας. Στο έργο Περί βίου θεωρητικού, το οποίο θεωρείται του Φίλωνα, αναφέρεται ότι οι θ. αρνούνταν την ιδιοκτησία και ζούσαν ασκητικά με αυστηρή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”